παρασκευάζω

παρασκευάζω
ΝΑ, και παρασκεάζω Α
1. προετοιμάζω
2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο»)
3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω κάποιον ώστε να είναι έτοιμος για κάτι, προετοιμάζω
νεοελλ.
1. φτιάχνω
2. μέσ. παρασκευάζομαι
α) προετοιμάζομαι («παρασκευάζομαι για πόλεμο»)
β) καταρτίζομαι («δεν ήταν αρκετά παρασκευασμένος για τις εξετάσεις»)
αρχ.
1. εξευρίσκω, επινοώ
2. εξασφαλίζω, προμηθεύω
3. κρατώ κάτι έτοιμο
4. διαμορφώνω
5. κάνω κάποιον ικανό να καταλάβει κάτι, τόν βάζω στο νόημα
6. συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι
7. προσαρμόζω («παρεσκεύασεν ὁ θεὸς τὴν τῆς γυναικὸς [φύσιν] ἐπὶ τὰ ἔνδον ἔργα», Ξεν.)
8. καθιστώ κάποιον φίλο μου
9. (με κακή σημ.) α) μηχανώμαι, μεθοδεύω («παρασκευάζω θάνατόν τινι», Αντιφ.)
β) προσελκύω προς το μέρος μου, προς την παράταξή μου
γ) σχηματίζω κόμμα, φατρία, κλίκα, μηχανορραφώ
δ) παθ. γίνομαι οπαδός κάποιου με δωροδοκία
10. μέσ. α) (για ρήτορες) πείθω και κατορθώνω να προσεταιριστώ κάποιους ώστε να έλθουν ως μάρτυρες, εξαγοράζοντας και δωροδοκώντας τους ώστε με δόλο ή βία να πετύχω ευνοϊκή απόφαση
β) ετοιμάζω για τον εαυτό μου
γ) ετοιμάζομαι, κάνω ετοιμασίες
δ) (στον παρακμ.) παρεσκεύασμαι
είμαι έτοιμος, προετοιμασμένος («ληστρικώτερον... παρεσκευασμένους» — έτοιμοι, οπλισμένοι για να ριχθούν στην πειρατεία, Θουκ.)
11. παράγω, προκαλώ, προξενώ («παρασκευάζειν τοὺς ὄγκους καὶ τὰ καύματα», Διοκλ.)
12. παθ. (για πράγματα ή καταστάσεις) είμαι έτοιμος, είμαι προετοιμασμένος («ὡς παρεσκεύαστο» — όταν έγιναν οι ετοιμασίες, Θουκ.)
13. μέσ. μτφ. απολαμβάνω
14. (μέσ. και παθ.) (κατ' ευφημισμόν) αποπατώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρασκευάζω — pres subj act 1st sg παρασκευάζω pres ind act 1st sg παρασκευάζω pres subj act 1st sg παρασκευάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάζω — παρασκευάζω, παρασκεύασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασκευάζω — παρασκεύασα, παρασκευάστηκα, παρασκευασμένος 1. ετοιμάζω κάτι για χρήση, προετοιμάζω. 2. μέσ., παρασκευάζομαι, προετοιμάζομαι: Για τις εκδρομές υπάρχουν παρασκευασμένα φαγητά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρασκευάζεσθε — παρασκευάζω pres imperat mp 2nd pl παρασκευάζω pres ind mp 2nd pl παρασκευάζω pres imperat mp 2nd pl παρασκευάζω pres ind mp 2nd pl παρασκευάζω imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) παρασκευάζω imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάζετε — παρασκευάζω pres imperat act 2nd pl παρασκευάζω pres ind act 2nd pl παρασκευάζω pres imperat act 2nd pl παρασκευάζω pres ind act 2nd pl παρασκευάζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) παρασκευάζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάζῃ — παρασκευάζω pres subj mp 2nd sg παρασκευάζω pres ind mp 2nd sg παρασκευάζω pres subj act 3rd sg παρασκευάζω pres subj mp 2nd sg παρασκευάζω pres ind mp 2nd sg παρασκευάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσουσι — παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσουσιν — παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρασκευάζω aor subj act 3rd pl (epic) παρασκευάζω fut part act masc/neut dat pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευάσω — παρασκευάζω aor subj act 1st sg παρασκευάζω fut ind act 1st sg παρασκευάζω aor subj act 1st sg παρασκευάζω fut ind act 1st sg παρασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) παρασκευάζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκευῶν — παρασκευάζω fut part act masc voc sg παρασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg παρασκευάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) παρασκευάζω fut part act masc voc sg παρασκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg παρασκευάζω fut part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”